- διθυραμβοποιητική
- διθυραμβοποιητικήwriting of dithyrambic poetryfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διθυραμβοποιητική — η (Α διθυραμβοποιητική) η τέχνη τής σύνθεσης διθυράμβων … Dictionary of Greek
διθυραμβοποιία — η [διθυραμβοποιός] διθυραμβοποιητική … Dictionary of Greek